- οἰμώττω
- οἰμώσσωpres subj act 1st sg (attic)οἰμώσσωpres ind act 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιμώσσω — οἰμώσσω, αττ. τ. οἰμώττω (Α) οιμώζω, θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο από τον αόρ. τού οἰμώζω, ᾤμωξα, κατά τα ρ. σε ττω / σσω] … Dictionary of Greek